Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σφυρίζω στον αέρα < → δείτε τις λέξεις σφυρίζω, στον και αέρα, αιτιατική ενικού του αέρας

  Έκφραση επεξεργασία

σφυρίζω στον αέρα

  Μεταφράσεις επεξεργασία