Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συριστικός η συριστική το συριστικό
      γενική του συριστικού της συριστικής του συριστικού
    αιτιατική τον συριστικό τη συριστική το συριστικό
     κλητική συριστικέ συριστική συριστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συριστικοί οι συριστικές τα συριστικά
      γενική των συριστικών των συριστικών των συριστικών
    αιτιατική τους συριστικούς τις συριστικές τα συριστικά
     κλητική συριστικοί συριστικές συριστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συριστικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

συριστικός

  1. που ακούγεται σαν συριγμός
  2. για το φθόγγος /-ς/

  Μεταφράσεις επεξεργασία