martelo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- martelo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | martelo | marteloj |
αιτιατική | martelon | martelojn |
martelo (eo)
- το σφυρί
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | martelo | marteloj |
αιτιατική | martelon | martelojn |
martelo (eo)