Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επικρουστήρας οι επικρουστήρες
      γενική του επικρουστήρα των επικρουστήρων
    αιτιατική τον επικρουστήρα τους επικρουστήρες
     κλητική επικρουστήρα επικρουστήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επικρουστήρας < ελληνιστική κοινή ἐπικρουστήριον < αρχαία ελληνική ἐπικρούω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επικρουστήρας αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία