επικρουστήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επικρουστήρας < ελληνιστική κοινή ἐπικρουστήριον < αρχαία ελληνική ἐπικρούω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπικρουστήρας αρσενικό
- λεπτό και μακρόστενο τμήμα ενός όπλου, που μεταδίδει το χτύπημα της σφύρας στο καψύλι του φυσιγγίου, προκαλώντας την πυροδότηση
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επικρουστήρας