ενικός         πληθυντικός  
striker strikers

  Ετυμολογία

επεξεργασία
striker < strike + -er

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

striker (en)

  • ο/η απεργός
    ⮡  The minister assured the strikers that their demands would be satisfied.
    Ο υπουργός διαβεβαίωσε τους απεργούς ότι τα αιτήματά τους θα ικανοποιηθούν.