strike
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | strike |
γ΄ ενικό ενεστώτα | strikes |
αόριστος | struck |
παθητική μετοχή | struck, stricken |
ενεργητική μετοχή | striking |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
strike (en)
- (μεταβατικό & αμετάβατο, επίσημο) χτυπάω κάποιον ή κάτι με δύναμη
- (μεταβατικό, επίσημο) χτυπάω κάποιον ή κάτι με το χέρι μου ή με ένα όπλο
- (μεταβατικό και αμετάβατο) χτυπάω, για μια ασθένεια ή μια καταστροφή που συμβαίνει ξαφνικά και έχει επιβλαβή επίδραση σε κάποιον ή κάτι
- απεργώ
- (μεταβατικό και αμετάβατο) χτυπάω, για ένα ρολόι που δείχνει την ώρα με ήχο
- (μεταβατικό) χτυπάω, παράγω μια μουσική νότα, ήχο κτλ. με ένα πλήκτρο ή χτυπώντας κάτι
- ⮡ He struck a chord on the piano.
- Χτύπησε μια χορδή στο πιάνο.
- ⮡ He struck a chord on the piano.