strike down
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | strike down |
γ΄ ενικό ενεστώτα | strikes down |
αόριστος | struck down |
παθητική μετοχή | struck down, stricken down |
ενεργητική μετοχή | striking down |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαstrike down (en)
- χτυπάω, για μια ασθένεια κ.λπ. που αρρωσταίνει σοβαρά ή σκοτώνει κάποιον
- ⮡ He was struck down in the prime of his life.
- Χτυπήθηκε στο άνθος της ηλικίας του.
- ⮡ He was struck down in the prime of his life.