Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο απεργός οι απεργοί
      γενική του απεργού των απεργών
    αιτιατική τον απεργό τους απεργούς
     κλητική απεργέ απεργοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απεργός < απο- + -εργός (< αρχαία ελληνική ἔργον)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απεργός αρσενικό ή θηλυκό

  • που απεργεί, που σταματά για κάποιο διάστημα να εργάζεται, ως διαμαρτυρία για να πετύχει αλλαγή στις συνθήκες εργασίες του ή για άλλο πολιτικό σκοπό

  Μεταφράσεις επεξεργασία