Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φυσίγγιο τα φυσίγγια
      γενική του φυσιγγίου
φυσίγγιου
των φυσιγγίων
    αιτιατική το φυσίγγιο τα φυσίγγια
     κλητική φυσίγγιο φυσίγγια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
φυσίγγιο του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου
 
(2)

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυσίγγιο < (ελληνιστική κοινήφυσίγγιον, υποκοριστικό του φυσίγγη < φῦσιγξ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fiˈsiŋ.ɟi.o/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φυσίγγιο ουδέτερο

  1. (στρατιωτικός όρος) (πυρομαχικά) το σύνολο βλήματος και κάλυκα που περιέχει την εκρηκτική γόμωση
  2. (ηλεκτρολογία) είδος ηλεκτρικής ασφάλειας

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία