φυσίγγιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φυσίγγιο < (ελληνιστική κοινή) φυσίγγιον, υποκοριστικό του φυσίγγη < φῦσιγξ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fiˈsiŋ.ɟi.o/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφυσίγγιο ουδέτερο
- (στρατιωτικός όρος) (πυρομαχικά) το σύνολο βλήματος και κάλυκα που περιέχει την εκρηκτική γόμωση
- (ηλεκτρολογία) είδος ηλεκτρικής ασφάλειας
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στρατιωτικός όρος