σφυροκόπημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σφυροκόπημα μαρτυρείται από το 1816 στον πληθυντικό αριθμό (σφυροκοπήματα)[1] < σφυροκοπώ + -μα[2]
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σφυροκόπημα ουδέτερο
- (λόγιο, τεχνολογία) η ενέργεια του σφυροκοπώ, σφυρηλασία
- (λόγιο, μεταφορικά) δημιουργία συνεχών και βίαιων πληγμάτων εναντίον του αντιπάλου
Συγγενικά
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ σφυροκόπημα, σελ.972, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ σφυροκόπημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας