↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σφυρηλασία οι σφυρηλασίες
      γενική της σφυρηλασίας των σφυρηλασιών
    αιτιατική τη σφυρηλασία τις σφυρηλασίες
     κλητική σφυρηλασία σφυρηλασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σφυρηλασία (μαρτυρείται από το 1870)[1] < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σφυρήλατ(ος) + -σία[2]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σφυρηλασία θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 972, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. σφυρηλασία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας