βομβαρδίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βομβαρδίζω < (ορθογραφικό δάνειο) γαλλική bombard(er) + -ίζω [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /voɱ.vaɾˈði.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βομ‐βαρ‐δί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαβομβαρδίζω, αόρ.: βομβάρδισα, παθ.φωνή: βομβαρδίζομαι, π.αόρ.: βομβαρδίστηκα, μτχ.π.π.: βομβαρδισμένος
- επιτίθεμαι ρίχνοντας βόμβες ή βλήματα
- (φυσική) ρίχνω στοιχειώδη σωματίδια
- (ιατρική) ρίχνω ακτίνες (όπως επάνω σε όγκους)
- (μεταφορικά) επαναλαμβάνω ξανά και ξανά
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις βόμβα και βόμβος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βομβαρδίζω | βομβάρδιζα | θα βομβαρδίζω | να βομβαρδίζω | βομβαρδίζοντας | |
β' ενικ. | βομβαρδίζεις | βομβάρδιζες | θα βομβαρδίζεις | να βομβαρδίζεις | βομβάρδιζε | |
γ' ενικ. | βομβαρδίζει | βομβάρδιζε | θα βομβαρδίζει | να βομβαρδίζει | ||
α' πληθ. | βομβαρδίζουμε | βομβαρδίζαμε | θα βομβαρδίζουμε | να βομβαρδίζουμε | ||
β' πληθ. | βομβαρδίζετε | βομβαρδίζατε | θα βομβαρδίζετε | να βομβαρδίζετε | βομβαρδίζετε | |
γ' πληθ. | βομβαρδίζουν(ε) | βομβάρδιζαν βομβαρδίζαν(ε) |
θα βομβαρδίζουν(ε) | να βομβαρδίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βομβάρδισα | θα βομβαρδίσω | να βομβαρδίσω | βομβαρδίσει | ||
β' ενικ. | βομβάρδισες | θα βομβαρδίσεις | να βομβαρδίσεις | βομβάρδισε | ||
γ' ενικ. | βομβάρδισε | θα βομβαρδίσει | να βομβαρδίσει | |||
α' πληθ. | βομβαρδίσαμε | θα βομβαρδίσουμε | να βομβαρδίσουμε | |||
β' πληθ. | βομβαρδίσατε | θα βομβαρδίσετε | να βομβαρδίσετε | βομβαρδίστε | ||
γ' πληθ. | βομβάρδισαν βομβαρδίσαν(ε) |
θα βομβαρδίσουν(ε) | να βομβαρδίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βομβαρδίσει | είχα βομβαρδίσει | θα έχω βομβαρδίσει | να έχω βομβαρδίσει | ||
β' ενικ. | έχεις βομβαρδίσει | είχες βομβαρδίσει | θα έχεις βομβαρδίσει | να έχεις βομβαρδίσει | ||
γ' ενικ. | έχει βομβαρδίσει | είχε βομβαρδίσει | θα έχει βομβαρδίσει | να έχει βομβαρδίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βομβαρδίσει | είχαμε βομβαρδίσει | θα έχουμε βομβαρδίσει | να έχουμε βομβαρδίσει | ||
β' πληθ. | έχετε βομβαρδίσει | είχατε βομβαρδίσει | θα έχετε βομβαρδίσει | να έχετε βομβαρδίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βομβαρδίσει | είχαν βομβαρδίσει | θα έχουν βομβαρδίσει | να έχουν βομβαρδίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βομβαρδίζομαι | βομβαρδιζόμουν(α) | θα βομβαρδίζομαι | να βομβαρδίζομαι | ||
β' ενικ. | βομβαρδίζεσαι | βομβαρδιζόσουν(α) | θα βομβαρδίζεσαι | να βομβαρδίζεσαι | ||
γ' ενικ. | βομβαρδίζεται | βομβαρδιζόταν(ε) | θα βομβαρδίζεται | να βομβαρδίζεται | ||
α' πληθ. | βομβαρδιζόμαστε | βομβαρδιζόμαστε βομβαρδιζόμασταν |
θα βομβαρδιζόμαστε | να βομβαρδιζόμαστε | ||
β' πληθ. | βομβαρδίζεστε | βομβαρδιζόσαστε βομβαρδιζόσασταν |
θα βομβαρδίζεστε | να βομβαρδίζεστε | (βομβαρδίζεστε) | |
γ' πληθ. | βομβαρδίζονται | βομβαρδίζονταν βομβαρδιζόντουσαν |
θα βομβαρδίζονται | να βομβαρδίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βομβαρδίστηκα | θα βομβαρδιστώ | να βομβαρδιστώ | βομβαρδιστεί | ||
β' ενικ. | βομβαρδίστηκες | θα βομβαρδιστείς | να βομβαρδιστείς | βομβαρδίσου | ||
γ' ενικ. | βομβαρδίστηκε | θα βομβαρδιστεί | να βομβαρδιστεί | |||
α' πληθ. | βομβαρδιστήκαμε | θα βομβαρδιστούμε | να βομβαρδιστούμε | |||
β' πληθ. | βομβαρδιστήκατε | θα βομβαρδιστείτε | να βομβαρδιστείτε | βομβαρδιστείτε | ||
γ' πληθ. | βομβαρδίστηκαν βομβαρδιστήκαν(ε) |
θα βομβαρδιστούν(ε) | να βομβαρδιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω βομβαρδιστεί | είχα βομβαρδιστεί | θα έχω βομβαρδιστεί | να έχω βομβαρδιστεί | βομβαρδισμένος | |
β' ενικ. | έχεις βομβαρδιστεί | είχες βομβαρδιστεί | θα έχεις βομβαρδιστεί | να έχεις βομβαρδιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει βομβαρδιστεί | είχε βομβαρδιστεί | θα έχει βομβαρδιστεί | να έχει βομβαρδιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε βομβαρδιστεί | είχαμε βομβαρδιστεί | θα έχουμε βομβαρδιστεί | να έχουμε βομβαρδιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε βομβαρδιστεί | είχατε βομβαρδιστεί | θα έχετε βομβαρδιστεί | να έχετε βομβαρδιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν βομβαρδιστεί | είχαν βομβαρδιστεί | θα έχουν βομβαρδιστεί | να έχουν βομβαρδιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι βομβαρδισμένος - είμαστε, είστε, είναι βομβαρδισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν βομβαρδισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν βομβαρδισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι βομβαρδισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι βομβαρδισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι βομβαρδισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι βομβαρδισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία βομβαρδίζω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ βομβαρδίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας