πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βόμβα οι βόμβες
      γενική της βόμβας των βομβών
    αιτιατική τη βόμβα τις βόμβες
     κλητική βόμβα βόμβες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Τρεις βόμβες από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ετυμολογία

επεξεργασία
βόμβα < μπόμπα με λόγια υπερδιόρθωση < ιταλική bomba [1] και δείτε μπόμπα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βόμβα θηλυκό

  1. (οπλισμός) συσκευή γεμάτη εκρηκτικά, χρησιμοποιούμενη για την καταστροφή πραγμάτων
  2. (μεταφορικά) καταστροφή, ξαφνική αποκάλυψη σκανδάλου με μεγάλες επιπτώσεις

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία