πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βόμβος οι βόμβοι
      γενική του βόμβου των βόμβων
    αιτιατική τον βόμβο τους βόμβους
     κλητική βόμβε βόμβοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βόμβος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βόμβος οἱ βόμβοι
      γενική τοῦ βόμβου τῶν βόμβων
      δοτική τῷ βόμβ τοῖς βόμβοις
    αιτιατική τὸν βόμβον τοὺς βόμβους
     κλητική ! βόμβε βόμβοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βόμβω
γεν-δοτ τοῖν  βόμβοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
βόμβος < ηχομιμητική λέξη με προφορά /ˈbombos/ [1] με βάση λέξεις με τη σημασία «στροβιλίζω, βουίζω» [2]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βόμβος αρσενικό

  1. θόρυβος ή και έντονος θόρυβος
      βόμβος ἀνέμου
  2. βόμβος

Συγγενικά

επεξεργασία

Απόγονοι

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. βόμβος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.