Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bomb bombs

bomb (en)

  • (οπλισμός) η βόμβα
    ⮡  They got people out of the building where the bomb had been placed.
    Απομάκρυναν τον κόσμο από το κτίριο, όπου είχε τοποθετηθεί βόμβα.
ενεστώτας bomb
γ΄ ενικό ενεστώτα bombs
αόριστος bombed
παθητική μετοχή bombed
ενεργητική μετοχή bombing

bomb (en)