βομβώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βομβώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βομβῶ, συνηρημένος τύπος του βομβέω < βόμβος (ηχομιμητική λέξη)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /voɱˈvo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βομ‐βώ
- τονικό παρώνυμο: βόμβο
Ρήμα επεξεργασία
βομβώ, -είς, -εί, ...στο ενεστωτικό θέμα (χωρίς παθητική φωνή)
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη βόμβος
Κλίση επεξεργασία
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | βομβώ | βομβούσα | θα βομβώ | να βομβώ | βομβώντας | |
β' ενικ. | βομβείς | βομβούσες | θα βομβείς | να βομβείς | ||
γ' ενικ. | βομβεί | βομβούσε | θα βομβεί | να βομβεί | ||
α' πληθ. | βομβούμε | βομβούσαμε | θα βομβούμε | να βομβούμε | ||
β' πληθ. | βομβείτε | βομβούσατε | θα βομβείτε | να βομβείτε | βομβείτε | |
γ' πληθ. | βομβούν(ε) | βομβούσαν(ε) | θα βομβούν(ε) | να βομβούν(ε) |
Μεταφράσεις επεξεργασία
βομβώ
|
Πηγές επεξεργασία
- βομβώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- λήγουν σε -βομβώ - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)