Ετυμολογία

επεξεργασία
βομβίζω < βομβ(ώ) + -ίζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /voɱˈvi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βομ‐βί‐ζω

βομβίζω, στο ενεστωτικό θέμα (χωρίς παθητική φωνή)

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. βομβίζω βόμβιζα θα βομβίζω να βομβίζω βομβίζοντας
β' ενικ. βομβίζεις βόμβιζες θα βομβίζεις να βομβίζεις βόμβιζε
γ' ενικ. βομβίζει βόμβιζε θα βομβίζει να βομβίζει
α' πληθ. βομβίζουμε βομβίζαμε θα βομβίζουμε να βομβίζουμε
β' πληθ. βομβίζετε βομβίζατε θα βομβίζετε να βομβίζετε βομβίζετε
γ' πληθ. βομβίζουν(ε) βόμβιζαν
βομβίζαν(ε)
θα βομβίζουν(ε) να βομβίζουν(ε)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία