bomba
Βοσνιακά (bs)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ιταλικά (it)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- bomba < λατινική bombus < αρχαία ελληνική βόμβος, ηχομιμητική λέξη
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: μπόμπα