βομβαρδιστικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαβομβαρδιστικό
- αιτιατική ενικού του βομβαρδιστικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του βομβαρδιστικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβομβαρδιστικό ουδέτερο