βομβαρδιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βομβαρδιστικός < από το ρήμα βομβαρδίζω.
Επίθετο επεξεργασία
βομβαρδιστικός, -ή, -ό
- ο σχετικός με τη ρίψη βομβών
- βομβαρδιστικό: το πολεμικό αεροσκάφος που φέρει τον κατάλληλο εξοπλισμό για τη ρίψη ατομικών ή συμβατικών βομβών
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βομβαρδιστικός