↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βομβαρδισμός οι βομβαρδισμοί
      γενική του βομβαρδισμού των βομβαρδισμών
    αιτιατική τον βομβαρδισμό τους βομβαρδισμούς
     κλητική βομβαρδισμέ βομβαρδισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βομβαρδισμός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βομβαρδισμός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία