Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βομβαρδισμός οι βομβαρδισμοί
      γενική του βομβαρδισμού των βομβαρδισμών
    αιτιατική τον βομβαρδισμό τους βομβαρδισμούς
     κλητική βομβαρδισμέ βομβαρδισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βομβαρδισμός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βομβαρδισμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία