Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βομβαρδισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βομβαρδισμέν
ος
η
βομβαρδισμέν
η
το
βομβαρδισμέν
ο
γενική
του
βομβαρδισμέν
ου
της
βομβαρδισμέν
ης
του
βομβαρδισμέν
ου
αιτιατική
τον
βομβαρδισμέν
ο
τη
βομβαρδισμέν
η
το
βομβαρδισμέν
ο
κλητική
βομβαρδισμέν
ε
βομβαρδισμέν
η
βομβαρδισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βομβαρδισμέν
οι
οι
βομβαρδισμέν
ες
τα
βομβαρδισμέν
α
γενική
των
βομβαρδισμέν
ων
των
βομβαρδισμέν
ων
των
βομβαρδισμέν
ων
αιτιατική
τους
βομβαρδισμέν
ους
τις
βομβαρδισμέν
ες
τα
βομβαρδισμέν
α
κλητική
βομβαρδισμέν
οι
βομβαρδισμέν
ες
βομβαρδισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
βομβαρδισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
βομβαρδίζω
Μετοχή
επεξεργασία
βομβαρδισμένος, -η, -ο
που έχει
βομβαρδιστεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βομβαρδισμένος
γαλλικά
:
bombardé
(fr)