πυρηνική φυσική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πυρηνική φυσική < → δείτε τις λέξεις πυρηνικός και φυσική (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική nuclear physics)
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαπυρηνική φυσική θηλυκό
- (φυσική) κλάδος της φυσικής που μελετά τους πυρήνες των ατόμων, τις αλληλεπιδράσεις τους, τις ιδιότητες και τη συμπεριφορά των πρωτονίων και νετρονίων που αποτελούν τον πυρήνα, καθώς και τις δυνάμεις που τα συγκρατούν μαζί
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πυρηνική φυσική