βομβαρδίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /voɱ.vaɾˈði.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βομ‐βαρ‐δί‐ζο‐μαι
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαβομβαρδίζομαι, π.αόρ.: βομβαρδίστηκα, μτχ.π.π.: βομβαρδισμένος
- παθητική φωνή του ρήματος βομβαρδίζω