Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
shell shells

shell (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το κέλυφος, το τσόφλι, το καβούκι, το όστρακο, το κοχύλι, το σκληρό περίβλημα των αυγών, των ξηρών καρπών, ορισμένων σπόρων και ορισμένων ζώων
    ⮡  mollusks shells - κελύφη των μαλακίων
    ⮡  an eggshell - τσόφλι αβγού
    ⮡  a nutshell - τσόφλι καρυδιού
  2. (οπλισμός) η οβίδα
  3. (πληροφορική) το κέλυφος
    δείτε επίσης: shell (computing) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
ενεστώτας shell
γ΄ ενικό ενεστώτα shells
αόριστος shelled
παθητική μετοχή shelled
ενεργητική μετοχή shelling

shell (en)