shell
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
shell | shells |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
shell (en)
- το κέλυφος
- (οπλισμός) η οβίδα
- (πληροφορική) το κέλυφος
- δείτε επίσης: shell (computing) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | shell |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shells |
αόριστος | shelled |
παθητική μετοχή | shelled |
ενεργητική μετοχή | shelling |
shell (en)