οβίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οβίδα | οι | οβίδες |
γενική | της | οβίδας | των | οβίδων |
αιτιατική | την | οβίδα | τις | οβίδες |
κλητική | οβίδα | οβίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- οβίδα < (καθαρεύουσα) οβίς < γαλλική obus < γερμανική Haubitze < τσεχική houfnice < houf < πρωτογερμανική *haupaz < *hauppaz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kouHp-nó-
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
οβίδα θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) βλήμα πυροβόλου (πχ κανονιού ή όλμου), μεγάλου διαμετρήματος σε αντίθεση με τη σφαίρα