Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οβιδοβόλο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
οβιδοβόλ
ο
τα
οβιδοβόλ
α
γενική
του
οβιδοβόλ
ου
των
οβιδοβόλ
ων
αιτιατική
το
οβιδοβόλ
ο
τα
οβιδοβόλ
α
κλητική
οβιδοβόλ
ο
οβιδοβόλ
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
οβιδοβόλο
<
οβίδ(α)
+
-ο-
+
-βόλο
(<
βάλλω
)
αμερικανικό οβιδοβόλο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οβιδοβόλο
ουδέτερο
πυροβόλο
με κάννη μικρού μήκους (αναλογικά με το διαμέτρημά της)
Δείτε επίσης
επεξεργασία
οβιδοβόλο
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οβιδοβόλο
αγγλικά
:
howitzer
(en)
γαλλικά
:
obusier
(fr)
γερμανικά
:
Haubitze
(de)