οβιδοβόλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οβιδοβόλο ουδέτερο
- πυροβόλο με κάννη μικρού μήκους (αναλογικά με το διαμέτρημά της)
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
οβιδοβόλο στη Βικιπαίδεια