Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπομπάρδα οι μπομπάρδες
      γενική της μπομπάρδας
    αιτιατική την μπομπάρδα τις μπομπάρδες
     κλητική μπομπάρδα μπομπάρδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπομπάρδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μπομπάρδα < ιταλική bombarda [1] < μεσαιωνική ή υστερολατινική bombarda (καταπέλτης), θηλυκό του bombardus παράγωγο του < λατινική bombus < αρχαία ελληνική βόμβος (αντιδάνειο) [2]
 
Μπομπάρδα του τάγματος των Ιωαννιτών ιπποτών της Ιερουσαλήμ, Ρόδος, 1480-1500.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /bomˈbaɾ.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπο‐μπάρ‐δα
 
Μπομπάρδα σε σολ.
 
Μπομπάρδα σε σι ύφεση.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπομπάρδα θηλυκό

  1. (ιστορία, οπλισμός) λιθοβόλο κανόνι της μεσαιωνικής εποχής που πετούσε βλήματα στα τείχη πολιουρκούμενης πόλης με σκοπό να προκαλέσει ρήγματα
    άλλες μορφές: λομπάρδα / λουμπάρδα / λομβάρδα,[3] παρωχημένο ή μεσαιωνικό: βομβάρδα
  2. (ιστορία, ναυτικός όρος) παλιότερος τύπος πλοίου με κανόνια
    άλλες μορφές: βομβάρδα (καθαρεύουσα)
  3. (παρωχημένο, μουσικό όργανο) μεσαιωνικό πνευστό μουσικό όργανο που έμοιαζε με όμποε ή φαγκότο
  4. (μουσικό όργανο) βαλβίδα, πιστόνι ή ρετζίστρο του εκκλησιαστικού οργάνου που ελέγχει την παραγωγή συγκεκριμένου χαρακτηριστικού ηχοχρώματος που θυμίζει από ομάδα αυλών (σωλήνων)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. μπομπάρδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. λομπάρδα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπομπάρδα < (άμεσο δάνειο) ιταλική bombarda < { μεσαιωνική ή υστερολατινική bombarda (καταπέλτης), θηλυκό του bombardus παράγωγο του < λατινική bombus < αρχαία ελληνική βόμβος (αντιδάνειο) [1] Συγκρίνετε με το λομπάρδα.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπομπάρδα θηλυκό

  1. (οπλισμός) η μπομπάρδα, λιθοβόλο κανόνι με το οποίο έριχναν πέτρες ή άλλα βλήματα
     συνώνυμα: λομπάρδα
  2. το βλήμα ή η βολή με τέτοιο όπλο
     συνώνυμα: λομπάρδα, μπομπαρδέα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία