Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καταπέλτης οι καταπέλτες
      γενική του καταπέλτη των καταπελτών
    αιτιατική τον καταπέλτη τους καταπέλτες
     κλητική καταπέλτη καταπέλτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταπέλτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καταπέλτης, άλλη γραφή του καταπάλτης < → δείτε τις λέξεις κατά και πάλλω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.taˈpel.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐πέλ‐της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καταπέλτης αρσενικό

  1. (ιστορία, οπλισμός) πολεμικό μηχάνημα που εκσφενδονίζει βλήματα σε μεγάλη απόσταση
  2. (μεταφορικά) αυτός που συντρίβει τον αντίπαλό του σε διάλογο ή δίκη με τα επιχειρήματά του ή τις κατηγορίες που του απευθύνει
    ※  Καταπέλτης ο ιατροδικαστής για το θάνατο του καρδιοπαθούς (εφημερίδα Έθνος On Line, 16/7/2014 @ethnos.gr)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καταπέλτης οἱ καταπέλται
      γενική τοῦ καταπέλτου τῶν καταπελτῶν
      δοτική τῷ καταπέλτ τοῖς καταπέλταις
    αιτιατική τὸν καταπέλτην τοὺς καταπέλτᾱς
     κλητική ! καταπέλτ καταπέλται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταπέλτ
γεν-δοτ τοῖν  καταπέλταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καταπέλτης, -ου αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία