καταπάλτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
καταπαλ- με πᾰλ- στον ελληνιστικό πληθυντικό καταπάλται | |||||
ονομαστική | ὁ | καταπάλτης | οἱ | καταπάλται | |
γενική | τοῦ | καταπάλτου | τῶν | καταπαλτῶν | |
δοτική | τῷ | καταπάλτῃ | τοῖς | καταπάλταις | |
αιτιατική | τὸν | καταπάλτην | τοὺς | καταπάλτᾱς | |
κλητική ὦ! | καταπάλτᾰ | καταπάλται | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταπάλτᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | καταπάλταιν | |||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαταπάλτης, -ου αρσενικό
- (οπλισμός) καταπέλτης, πολεμικό μηχάνημα εκτόξευσης βλημάτων
- το βλήμα που εκτοξεύει ένα τέτοιο μηχάνημα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- καταπάλτης, καταπέλτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.