καταπάλται
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία
καταπάλται αρσενικό
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του καταπάλτης
- ⮡ παραθέματα με καταπάλται @scaife.perseus
- άλλες μορφές: καταπέλται