πάλλω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πάλλω < αρχαία ελληνική πάλλω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pelh₂-
Ρήμα
επεξεργασίαπάλλω (παθητική φωνή: πάλλομαι)
- δονώ ένα αντικειμενο ή δονούμαι εγώ, συνήθως στο τρίτο πρόσωπο
- πάλλει η καρδιά μου (και πάλλεται)