ενεστώτας vibrate
γ΄ ενικό ενεστώτα vibrates
αόριστος vibrated
παθητική μετοχή vibrated
ενεργητική μετοχή vibrating

vibrate (en)

  1. πάλλω, δονώ
  2. πάλλομαι

Συνώνυμα

επεξεργασία