παλμικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | παλμικός | η | παλμική | το | παλμικό |
γενική | του | παλμικού | της | παλμικής | του | παλμικού |
αιτιατική | τον | παλμικό | την | παλμική | το | παλμικό |
κλητική | παλμικέ | παλμική | παλμικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | παλμικοί | οι | παλμικές | τα | παλμικά |
γενική | των | παλμικών | των | παλμικών | των | παλμικών |
αιτιατική | τους | παλμικούς | τις | παλμικές | τα | παλμικά |
κλητική | παλμικοί | παλμικές | παλμικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παλμικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παλμικός, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική oscillatoire. Μορφολογικά αναλύεται σε παλμ(ός) + -ικός[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pal.miˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παλ‐μι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαπαλμικός, -ή, -ό
- σχετικός με παλμό
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ παλμικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαλμικός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)
- ο σχετικός με τον παλμό
Πηγές
επεξεργασία- παλμικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.