Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παλμικός η παλμική το παλμικό
      γενική του παλμικού της παλμικής του παλμικού
    αιτιατική τον παλμικό την παλμική το παλμικό
     κλητική παλμικέ παλμική παλμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παλμικοί οι παλμικές τα παλμικά
      γενική των παλμικών των παλμικών των παλμικών
    αιτιατική τους παλμικούς τις παλμικές τα παλμικά
     κλητική παλμικοί παλμικές παλμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλμικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παλμικός, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική oscillatoire. Μορφολογικά αναλύεται σε παλμ(ός) + -ικός[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pal.miˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παλ‐μι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

παλμικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική παλμικός παλμική τὸ παλμικόν
      γενική τοῦ παλμικοῦ τῆς παλμικῆς τοῦ παλμικοῦ
      δοτική τῷ παλμικ τῇ παλμικ τῷ παλμικ
    αιτιατική τὸν παλμικόν τὴν παλμικήν τὸ παλμικόν
     κλητική ! παλμικέ παλμική παλμικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ παλμικοί αἱ παλμικαί τὰ παλμικᾰ́
      γενική τῶν παλμικῶν τῶν παλμικῶν τῶν παλμικῶν
      δοτική τοῖς παλμικοῖς ταῖς παλμικαῖς τοῖς παλμικοῖς
    αιτιατική τοὺς παλμικούς τὰς παλμικᾱ́ς τὰ παλμικᾰ́
     κλητική ! παλμικοί παλμικαί παλμικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ παλμικώ τὼ παλμικᾱ́ τὼ παλμικώ
      γεν-δοτ τοῖν παλμικοῖν τοῖν παλμικαῖν τοῖν παλμικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλμικός < παλμ(ός) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

παλμικός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)

  Πηγές επεξεργασία