Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
oscillatoire oscillatoires

oscillatoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό


Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη osciller