παλτός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | παλτός | ἡ | παλτή | τὸ | παλτόν |
γενική | τοῦ | παλτοῦ | τῆς | παλτῆς | τοῦ | παλτοῦ |
δοτική | τῷ | παλτῷ | τῇ | παλτῇ | τῷ | παλτῷ |
αιτιατική | τὸν | παλτόν | τὴν | παλτήν | τὸ | παλτόν |
κλητική ὦ! | παλτέ | παλτή | παλτόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | παλτοί | αἱ | παλταί | τὰ | παλτᾰ́ |
γενική | τῶν | παλτῶν | τῶν | παλτῶν | τῶν | παλτῶν |
δοτική | τοῖς | παλτοῖς | ταῖς | παλταῖς | τοῖς | παλτοῖς |
αιτιατική | τοὺς | παλτούς | τὰς | παλτᾱ́ς | τὰ | παλτᾰ́ |
κλητική ὦ! | παλτοί | παλταί | παλτᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παλτώ | τὼ | παλτᾱ́ | τὼ | παλτώ |
γεν-δοτ | τοῖν | παλτοῖν | τοῖν | παλταῖν | τοῖν | παλτοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαλτός, -ή, -όν
- που πάλλεται, παλλόμενος
- που εξακοντίζεται, όπως το παλτὸν πῦρ
Παράγωγα
επεξεργασίαπαράγωγα και σύνθετα με παλτ-
Συγγενικά
επεξεργασίαρηματικοί τύποι
→ και δείτε τη λέξη πάλλω
Πηγές
επεξεργασία- παλτός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παλτός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.