Πρόσπαλτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Πρόσπαλτα | ||
γενική | των | Προσπάλτων | ||
αιτιατική | τα | Πρόσπαλτα | ||
κλητική | Πρόσπαλτα | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Πρόσπαλτα < αρχαία ελληνική Πρόσπαλτα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpɾo.spal.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πρό‐σπαλ‐τα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Πρόσπαλτα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Πρόσπαλτα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Πρόσπαλτα < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Πρόσπαλτα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Πρόσπαλτα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.