Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξακοντίζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

εξακοντίζω

  1. ρίχνω με ορμή, εκτινάσσω, βάλλω εξ αποστάσεως
  2. (μεταφορικά) απευθύνω λόγο με βιαιότητα

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία