παλτόν
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παλτόν, -οῦ ουδέτερο
- (οπλισμός) δόρυ που εξακοντίζεται, ελαφρύ δόρυ
Δείτε επίσης
επεξεργασία- νέα ελληνική: δε σχετίζεται το παλτό < γαλλικά paletot