paletot
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- paletot < (κληρονομημένο) μέση γαλλική paletoc < μέση αγγλική paltock. Συγγενή: λατινική pallium (παλτό, πανωφόρι), palla.
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpaletot (fr) αρσενικό πληθυντικός: paletots
Απόγονοι
επεξεργασίαpaletot (γαλλικά)
- ↷ βουλγαρικά: палто (palto)
- ↷ νέα ελληνικά: παλτό (palto)
- ↷ ιταλικά: paltò
- ↷ ισπανικά: paltó
- ↷ οθωμανικά τουρκικά: پالطو (palto)
- ↷ περσικά: پالتو (pâlto)
- ↷ πορτογαλικά: paletó
- ↷ ρουμανικά: palton
- ↷ ρωσικά: пальто (palʹtó)
→ και δείτε paletot#Descendants στο αγγλικό Βικιλεξικό
Πηγές
επεξεργασία- paletot - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- paletot - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online