Ετυμολογία

επεξεργασία
paletot < (κληρονομημένο) μέση γαλλική paletoc < μέση αγγλική paltock. Συγγενή: λατινική pallium (παλτό, πανωφόρι), palla.
ΔΦΑ : /palto/
 
ομόηχο: o πληθυντικός paletots


Ουσιαστικό

επεξεργασία