Ετυμολογία

επεξεργασία
paletot < (κληρονομημένο) μέση γαλλική paletoc < μέση αγγλική paltock. Συγγενή: λατινική pallium (παλτό, πανωφόρι), palla.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /palto/
 
ομόηχο: o πληθυντικός paletots


  Ουσιαστικό

επεξεργασία

paletot (fr) αρσενικό πληθυντικός: paletots

Απόγονοι

επεξεργασία

paletot (γαλλικά)

βουλγαρικά: палто (palto)
νέα ελληνικά: παλτό (palto)
ιταλικά: paltò
ισπανικά: paltó
οθωμανικά τουρκικά: پالطو (palto)
τουρκικά: palto
περσικά: پالتو (pâlto)
πορτογαλικά: paletó
ρουμανικά: palton
ρωσικά: пальто (palʹtó)

→ και δείτε  paletot#Descendants στο αγγλικό Βικιλεξικό