palto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | palto | paltoj |
αιτιατική | palton | paltojn |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpalto (eo)
Τουρκικά (tr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- palto < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική پالطو (palto) < γαλλική paletot < μέση αγγλική paletock
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpalto (tr)
Πηγές
επεξεργασία- palto - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
- palto - Türk Dil Kurumu, μονόγλωσσο τουρκικό Λεξικό @sozluk.gov.tr