Δείτε επίσης: παλτόν, πλατό

Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παλτό τα παλτά
      γενική του παλτού των παλτών
    αιτιατική το παλτό τα παλτά
     κλητική παλτό παλτά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παλτό  τα παλτό 
      γενική του παλτό  των παλτό 
    αιτιατική το παλτό  τα παλτό 
     κλητική παλτό  παλτό 
ΑΚΛΙΤΟ
όπως «άκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ένα παλτό.

  Ετυμολογία Επεξεργασία

παλτό < (άμεσο δάνειο) ιταλική paltò < γαλλική paletot[1][2] < μέση αγγλική paltok

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

παλτό ουδέτερο κλιτό (και άκλιτο κατά τη γαλλική προφορά)

  • (ενδυμασία) βαρύ και ζεστό ένδυμα για τον κορμό, μάλλινο ή γούνινο με μανίκια, που φοριέται πάνω από τα υπόλοιπα ρούχα
    Αγόρασα ένα παλτό χάρμα. Και πολύ ζεστό.
    Πού αφήνουμε τα παλτά μας; Υπάρχει βεστιάριο;
    Το σκίσιμο στο πίσω μέρος των παλτό είναι ραμμένο. Όταν τα αγοράσετε θα πρέπει να το ξηλώσετε.
    Οι τσέπες του παλτού μου ήταν ραμμένες όταν το αγόρασα.

Σημειώσεις Επεξεργασία

Κλίση:

  • Κατά το Λεξικό Τριανταφυλλίδη[1], κλιτό, και τύπος πληθυντικού «τα παλτό».
  • Κατά το Χρηστικό λεξικό[2], γενική ενικού, ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, κλιτά και άκλιτα

Συνώνυμα Επεξεργασία

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Δείτε επίσης Επεξεργασία

  Μεταφράσεις Επεξεργασία

  Αναφορές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 παλτό Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. 
  2. 2,0 2,1 παλτόΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)