παλτό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παλτό | τα | παλτά |
γενική | του | παλτού | των | παλτών |
αιτιατική | το | παλτό | τα | παλτά |
κλητική | παλτό | παλτά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παλτό | τα | παλτό |
γενική | του | παλτό | των | παλτό |
αιτιατική | το | παλτό | τα | παλτό |
κλητική | παλτό | παλτό | ||
ΑΚΛΙΤΟ | ||||
όπως «άκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
επεξεργασία
- παλτό < (άμεσο δάνειο) γαλλική paletot (προφορά: /palto/), απ' όπου και η ιταλική paltò < μέση αγγλική paltok [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παλτό ουδέτερο κλιτό & άκλιτο κατά τα γαλλικά
- (ενδυμασία) βαρύ και ζεστό ένδυμα για τον κορμό, μάλλινο ή γούνινο με μανίκια, που φοριέται πάνω από τα υπόλοιπα ρούχα
Αγόρασα ένα παλτό χάρμα. Και πολύ ζεστό.
Πού αφήνουμε τα παλτά μας; Υπάρχει βεστιάριο;
Το σκίσιμο στο πίσω μέρος των παλτό είναι ραμμένο. Όταν τα αγοράσετε θα πρέπει να το ξηλώσετε.
Οι τσέπες του παλτού μου ήταν ραμμένες όταν το αγόρασα.
- (αθλητισμός, αργκό) αθλητής, συνήθως ακριβοπληρωμένος, ο οποίος δεν αποδίδει τα αναμενόμενα
Σημειώσεις
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ παλτό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ παλτό - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)