Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καφτάνι τα καφτάνια
      γενική του καφτανιού των καφτανιών
    αιτιατική το καφτάνι τα καφτάνια
     κλητική καφτάνι καφτάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καφτάνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kaftan < περσική خفتان (qaftān)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καφτάνι ουδέτερο

  1. μακρύς χιτώνας, επίσημο ανδρικό ένδυμα στην Ανατολή.
  2. πρόχειρο ριχτό γυναικείο ρούχο.
  3. το παλτό.

  Μεταφράσεις επεξεργασία