μπουφάν
![]() |
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μπουφάν < (άμεσο δάνειο) γαλλική bouffant (φουσκωτό κάλυμμα)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /buˈfan/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπου‐φάν
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μπουφάν ουδέτερο άκλιτο
- (ενδυμασία) κοντό πανωφόρι το οποίο συνήθως κλείνει με φερμουάρ και είναι πιο εφαρμοστό στη μέση· μπορεί να είναι αδιάβροχο, υφασμάτινο ή δερμάτινο, να έχει επένδυση ή κουκούλα ή/και τίποτε από τα δύο και περιλαμβάνεται στην καθημερινή αλλά και στην αθλητική ενδυμασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- στον πληθυντικό υπάρχει και ο σπάνιος, λαϊκός τύπος μπουφάνια
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- μπουφάν στη Βικιπαίδεια
Επίσης: