μπουφάνια
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | μπουφάνια | ||
γενική | των | μπουφανιών | ||
αιτιατική | τα | μπουφάνια | ||
κλητική | μπουφάνια | |||
όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
μπουφάνια: δημιουργία πληθυντικού από άκλιτη λέξη με προσθήκη κατάληξης: μπουφάν + -ια
Κλιτικός τύπος ουσιαστικούΕπεξεργασία
μπουφάνια ουδέτερο
- (λαϊκό, προφορικό, σπάνιο) μπουφάν, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού