επένδυση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επένδυση | οι | επενδύσεις |
γενική | της | επένδυσης* | των | επενδύσεων |
αιτιατική | την | επένδυση | τις | επενδύσεις |
κλητική | επένδυση | επενδύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επενδύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- επένδυση < αρχαία ελληνική ἐπένδυσις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπένδυση θηλυκό
- υλικό ή αντικείμενο που έχει προστεθεί εσωτερικά ή εξωτερικά της επιφάνειας ενός άλλου αντικειμένου, για λόγους αισθητικής, ενίσχυσης ή προφύλαξης
- (ειδικότερα) η εσωτερική κάλυψη ενδυμασίας
- (κατ’ επέκταση) η προσθήκη μουσικής ή άλλων εφέ στη ροή ενός κινηματογραφικού έργου
- (οικονομία) η διάθεση χρηματικών ποσών ή άλλων περιουσιακών στοιχείων με σκοπό να δημιουργηθεί νέο κεφαλαίο
- (συνεκδοχικά) οτιδήποτε θεωρούμε ότι μπορεί, βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα, να αποφέρει κέρδος (οικονομικό ή άλλο)
- η καλύτερη επένδυση για το μέλλον μιας χώρας είναι η επένδυση στην παιδεία και την εκπαίδευση
- (συνεκδοχικά) οτιδήποτε θεωρούμε ότι μπορεί, βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα, να αποφέρει κέρδος (οικονομικό ή άλλο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντικείμενο ή υλικό επικάλυψης
οικονομία