επενδύσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεπενδύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επενδύω
- θα επενδύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επενδύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαεπενδύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επένδυση