placement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
placement | placements |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
placement (fr) αρσενικό
- (οικονομία) η τοποθέτηση, η επένδυση
ενικός | πληθυντικός |
placement | placements |
placement (fr) αρσενικό