investment
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
investment | investments |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαinvestment (en)
- (μη μετρήσιμο) η επένδυση, η ενέργεια του να επενδύω χρήματα σε κάτι
- ⮡ a public investment program - πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η επένδυση, τα χρήματα που επενδύω ή το πράγμα στο οποίο επενδύω
- ⮡ His investments pay him good interest.
- Οι επενδύσεις του του αποφέρουν καλό τόκο.
- ⮡ His investments pay him good interest.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη invest