invest
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | invest |
γ΄ ενικό ενεστώτα | invests |
αόριστος | invested |
παθητική μετοχή | invested |
ενεργητική μετοχή | investing |
Ρήμα
επεξεργασίαinvest (en)
- (μεταβατικό & αμετάβατο, οικονομία) επενδύω, αγοράζω ακίνητα, μετοχές κλπ με την ελπίδα να αποκομίζω κέρδος
- ⮡ For the establishment of the factory, the company will invest several million euros.
- Για την ίδρυση του εργοστασίου η εταιρεία θα επενδύσει πολλά εκατομμύρια ευρώ.
- ⮡ The profits of foreign companies invested in our country are exempt from taxation.
- Απαλλάσσονται από τη φορολογία τα κέρδη των ξένων επιχειρήσεων που επενδύονται στη χώρα μας.
- ⮡ For the establishment of the factory, the company will invest several million euros.
- (μεταβατικό) επενδύω, ξοδεύω χρόνο, ενέργεια, προσπάθεια κτλ. σε κάτι που πιστεύω ότι είναι καλό ή χρήσιμο
- ⮡ The dissolution of the marriage was a heavy blow for her as she had invested everything in him.
- Η διάλυση του γάμου ήταν γι' αυτή βαρύ πλήγμα, καθώς σ΄ αυτόν είχε επενδύσει τα πάντα.
- ⮡ The dissolution of the marriage was a heavy blow for her as she had invested everything in him.