ενεστώτας invest
γ΄ ενικό ενεστώτα invests
αόριστος invested
παθητική μετοχή invested
ενεργητική μετοχή investing

invest (en)

  1. (μεταβατικό & αμετάβατο, οικονομία) επενδύω, αγοράζω ακίνητα, μετοχές κλπ με την ελπίδα να αποκομίζω κέρδος
    ⮡  For the establishment of the factory, the company will invest several million euros.
    Για την ίδρυση του εργοστασίου η εταιρεία θα επενδύσει πολλά εκατομμύρια ευρώ.
    ⮡  The profits of foreign companies invested in our country are exempt from taxation.
    Απαλλάσσονται από τη φορολογία τα κέρδη των ξένων επιχειρήσεων που επενδύονται στη χώρα μας.
  2. (μεταβατικό) επενδύω, ξοδεύω χρόνο, ενέργεια, προσπάθεια κτλ. σε κάτι που πιστεύω ότι είναι καλό ή χρήσιμο
    ⮡  The dissolution of the marriage was a heavy blow for her as she had invested everything in him.
    Η διάλυση του γάμου ήταν γι' αυτή βαρύ πλήγμα, καθώς σ΄ αυτόν είχε επενδύσει τα πάντα.

Συγγενικά

επεξεργασία